- γυναικούλα
- η1. μικρόσωμη ή συμπαθητική γυναίκα.2. σύζυγος: Αγαπάει βαθιά τη γυναικούλα του.3. γυναίκα απλοϊκή, αμόρφωτη: Κάνει παρέα με γυναικούλες.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.